μεταληπτός

μεταληπτός
μεταληπτός, -ή, -όν (Α) [μεταλαμβάνω]
αυτός που έχει συμμετάσχει σε κάτι, μέτοχος, συμμέτοχος.
επίρρ...
μεταληπτῶς (Α)
με συμμετοχή, συμμετοχικώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”